Μουσμουτεύου (ρημ.) = ψιθυρίζω κατι στο αυτί για να μην με ακούσουνε
Μ’σόζουρλος
Μ’σόζουρλος (επιθ.) = μισόχαζος
Μίξαβους
Μίξαβους (επιθ.) = μιξιάρης
Μουζαβίρ’ς
Μουζαβίρ’ς (επιθ.) = ανακατωσούρας
Μιτζ’μένους
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος
Μόλ’τσα
Μόλ’τσα (η) = σκόρος
Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Μπουλάκιμ’
Μπουλάκιμ’ = μακάρι
Μπάριμ’
Μπάριμ’ = τουλάχιστον
Μαλλίτ΄κο
Μαλλίτ΄κο (επιθ.) = μάλλινο
Μπράμ
Μπράμ (τα) = καλά ρούχα, επίσημα
Μασλάτι
Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο
Μπακράτσι
Μπακράτσι (το) = μεγάλο μαγειρικό σκεύος συνήθως χάλκινο
Μαρκάτ’
Μαρκάτ’ (το) = γιαούρτι
Μπράνγκις
Μπράνγκις (ο) = χειροπέδες
Μαλικιανές
Μαλικιανές (ο) = διάταγμα
Ματιούκου
Ματιούκου (η) = τσίπουρο, ρακί
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο