Μπουλάκιμ’ = μακάρι
Εβάρηκα
Εβάρηκα : Χτύπησα , πληγώθηκα , τραυματίστηκα.
Εβγαρσιά
Εβγαρσιά : Έξοδος.
Έβγορο
Έβγορο : Μέρος με ορατότητα.
Εργώ
Εργώ : Κρυώνω.
Έχνος
Έχνος : Ζώο.
Εχταγή
Εχταγή : Επιθυμία.
Ζαβώνω
Ζαβώνω : Ζαλίζω, τυφλώνω.
Ζαμάνια
Ζαμάνια : Πολύς καιρός.
Δείλι
Δείλι : το δειλινό.
Ζεβλωμένος
Ζεβλωμένος : Λυγισμένος.
Διαρμίζομαι
Διαρμίζομαι : καθαρίζω, τακτοποιώ.
Ζερβά
Ζερβά : Αριστερά.
Δίφορος
Δίφορος : Αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο.
Ζεύκι
Ζεύκι : Διασκέδαση.
Δέτης
Δέτης : Γκρεμός.