Λιακούτια (τα) = άνοστα, νερόβραστα φαγητά
Λαγκιόλια
Λαγκιόλια (τα) = λοξές πιέτες
Λιμπαντές
Λιμπαντές (ο) = γυναικείο πουκάμισο, κεντημένο, με μανίκια
Λουντίνια
Λουντίνια (τα) = μεταξωτά υφαντά προσόψια με δαντέλα γύρω που τα χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση
Λένγκου
Λένγκου (γυν. όνομα) = Ελένη
Λιάτσιους
Λιάτσιους (ανδρ.όνομα) = Ηλίας
Λιόλιους
Λιόλιους (ανδρ.όνομα) = Γιώργος
Λιάγκα
Λιάγκα (γυν.όνομα) = Ελένη
Κουτιούλτ’ς
Κουτιούλτ’ς (ανδρ.ονομα) = Κων/νος
Λίγκαρ’ς
Λίγκαρ’ς (επιθ.) = βρωμιάρης, άπλητος
Διακωμωδώ
Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.
Διαλαμβάνω
Διαλαμβάνω : Περιλαμβάνω, μιλώ εκτενώς, πραγματεύομαι.
Διαλάμπω
Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Διάζευξη
Διάζευξη : Ο διαχωρισμός ή η διάσπαση προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, που βρίσκονταν προηγουμένως υπό τα δεσμά συγκεκριμένης ενώσεως.
Διαλείπω
Διαλείπω : Αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται.
Διάζομαι
Διάζομαι : Στήνω το στημόνι στον αργαλειό, πριν αρχίσω την ύφανση.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο