Μερώνω : ηρεμώ, ημερεύω .
ΜΕΣΑΚΟΣ
Μεσακός :ο μεσαίος .
ΜΕΤΟΧΙ
Μετόχι : αγροτεμάχιο με μικρό κατάλυμα .
ΜΠΑΤΑΛΕΥΓΩ
Μπαταλεύγω: γίνομαι άχρηστος λόγω φθοράς .
ΜΠΕΓΕΝΤΩ – ΙΖΩ
Μπεγεντώ -ίζω: εκτιμώ κάτι επειδή το θεωρώ όμορφο, θαυμάζω .
ΜΠΙΣΤΕΜΕΝΟΣ
Μπιστεμένος:ο έμπιστος.
ΜΠΟΡΑΣΜΕΝΟ
Μπορεσάμενο : δυνατόν.
ΜΠΡΟΣΠΟΔΙΑ
Μπροσπόδια : η κάτω μεριά του κρεββατιού (μπροστά στο σημείο όπου
αγγίζουν τα πόδια), όπου, για λόγους χώρου, τοποθετούσαν μαξιλάρια και
ξάπλωναν τα μικρότερα παιδιά .
ΝΕΦΑΛΑ
Νέφαλα και νέφη: τα σύννεφα .
ΝΤΑΓΙΑΝΤΩ – ΙΖΩ
Νταγιαντώ -ίζω: αντέχω .
ΝΤΟΡΜΠΑΣ
Ντορμπάς:το ταγάρι.
ΑΣΛΑΝΙ
Ασλάνι : το λιοντάρι . Μεταφορικά , είναι ο ρωμαλέος και δυνατός άνθρωπος σαν το λιοντάρι .
ΑΡΧΗΓΙΔΑ
Αρχηγίδα : το σκάφος στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός του στόλου ( ναυαρχίδα).
ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ
Ασπάλακας : ο τυφλοπόντικας . Μεταφορικά , λέμε κάποιον που δεν μπορεί να δει , που δεν έχει οξυδέρκεια , που βρίσκεται σε πνευματικό σκοτάδι .
ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ
Αρχονταρίκι : δωμάτιο σε μοναστήρι , που προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση επισκεπτών .
ΑΣΠΕΡΜΙΑ
Ασπερμία : η απουσία σπόρων στους καρπούς των φυτών .
ΑΡΩΓΗ
Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
ΑΣΤΑΡΙ
Αστάρι : το ύφασμα που ράβεται στο εσωτερικό μέρος του ενδύματος , φόδρα. Επίσης η πρώτη επίστρωση χρωματισμού σε επιφάνεια .
ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ
Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
ΑΣΒΕΣΤΟΚΟΝΙΑΜΑ
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
ΑΣΒΟΛΗ
Ασβόλη : η μαύρη σκόνη από καπνό φωτιάς ,που επικάθεται στην καπνοδόχο , τους τοίχους , τα μαγειρικά σκεύη .
ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Ασέληνος: αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης .
ΑΣΗΠΤΟΣ
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
ΑΣΗΨΙΑ
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
ΑΣΙΚΗΣ
Ασίκης : αυτός που διαθέτει παράστημα , κορμοστασιά , καθώς και λεβεντιά , γενναιότητα .
ΑΣΚΑΡΔΑΜΥΚΤΙ
Ασκαρδαμυκτί : χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια ,με ατενές βλέμμα .
ΑΣΚΑΥΛΟΣ
Ασκαυλος : η γκάιντα.
ΑΣΚΕΡΙ
Ασκέρι : πολυπληθές στρατιωτικό σώμα που ανήκει είτε σε τακτικό είτε σε άτακτο στρατό . Είναι το μεγάλο ανοργάνωτο πλήθος ανθρώπων .
ΑΣΚΙΑΧΤΟΣ
Ασκιαχτος : αυτός που δεν σκιάζεται , που δεν τρομάζει ποτέ .
ΑΣΚΟΕΙΔΗΣ
Ασκοειδής : αυτός που μοιάζει με ασκό.
ΛΕΜΟΝΟΒΙΤΣΑ
Λεμονόβιτσα : η λεπτή βέργα (βίτσα) λεμονιάς .
ΚΑΤΣΟΥΛΙ
Κατσούλι : το γατάκι (υποκορ. του κάτης) .
ΚΑΩΜΕΝΑ
Καωμένα : καμωμένα .
ΚΛΙΝΗ
Κλίνη: το κρεββάτι .
ΚΟΝΤΕΜΙΡΙ
Κοντεμιρί : είδος μοχλού που ασφαλίζει την πόρτα .
ΚΟΝΤΟ
Κοντό : άραγε.
ΚΟΝΤΟΣΙΜΩΝΩ
Κοντοσιμώνω: πλησιάζω (σιμώνω) κοντά .
ΚΟΝΤΥΛΑ
Κόντυλα: τα σπασμένα κοτσάνια των σταχυών, απομεινάρια από το αλώνισμα
(μεγαλύτερα από τα άχυρα) .
ΚΟΠΕΛΙ
Το κοπέλι : το παιδί .