Δημοσιολογία: Η επιστημονική μελέτη και ενασχόληση με το δημόσιο δίκαιο και γενικότερα με τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Δέστρα
Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Δημοσιονομία
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Δετικά
Δετικά: το χρηματικό ποσό που δίνεται σε βιβλιοδέτη ως αμοιβή για την εργασία του.
Δηώνω
Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
Δευτερεία
Δευτερεία: Το δεύτερο βραβείο σε αγώνα, διαγωνισμό.
Διαβάλλω
Διαβάλλω: Διατυπώνω κατηγορίες ανυπόστατες, προσπαθώ να θίξω την υπόληψη (κάποιου) συκοφαντώντας τον.
Δευτερονόμιο
Δευτερονόμιο: Το τελευταίο βιβλίο της Πεντατεύχου και το πέμπτο κατά σειρά στο βιβλικό κανόνα, περιλαμβάνει ανακεφαλαίωση και ερμηνεία της διδασκαλίας του Μωυσέως.
Διαβατάρης
Διαβατάρης: Διαβάτης
Δήγμα
Δήγμα: Δαγκωνιά, δαγκωματιά. Κατ’ επέκταση το τσίμπημα από έντομα.
Δηκτικός
Δηκτικός: Αυτός που θίγει, που πειράζει, που προκαλεί λόγω της οξύτητάς του.
Δηλοποιώ
Δηλοποιώ: Καθιστώ (κάτι) φανερό, γνωστοποιώ
Δήλος
Δήλος: αυτός που φαίνεται, που διακρίνεται, που είναι ορατός.
Δηλωσίας
Δηλωσίας: Πρόσωπο που δήλωσε εγγράφως ότι αποκηρύσσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που έκανε δήλωση μετανοίας.
Δημαιρεσία
Δημαιρεσία: οι εκλογές για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων (δημοτικές εκλογές).
Δημεγέρτης
Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.