Δέστρα: Σιδερένια στήλη, στερεωμένη στην προκυμαία ή στο κρηπίδωμα του λιμανιού, για να δένονται εκεί τα σχοινιά των πλοίων.
Δημοσιονομία
Δημοσιονομία: Ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των δημοσίων οικονομικών και συγκεκριμένα με την εξεύρεση τρόπων και μεθόδων για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των οικονομικών του κράτους.
Δετικά
Δετικά: το χρηματικό ποσό που δίνεται σε βιβλιοδέτη ως αμοιβή για την εργασία του.
Δηώνω
Δηώνω: Καταστρέφω και λεηλατώ χώρα, περιοχή (στην οποία έχω εισβάλει), κατοικία κ.λπ.
Βαγίζω
Βαγίζω : φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον
Βάγκα
Βάγκα : χαντάκι, μεγάλο αυλάκι
Βάλια
Βάλια : τα βάσανα
Βαλίδικος
Βαλίδικος: εύφορος , γόνιμος , καρποφόρος
Βαρδαλές
Βαρδαλές: μέρος αδιαπέραστο, φράγμα αδιάβατο
Βαρμένος
Βαρμένος: τοποθετημένος, ταχτοποιημένος
Βαρμός
Βαρμός : το μπάσιμο, η είσοδος
Βαροκαμπανίζω
Βαροκαμπανίζω: είμαι βαρύς στο ζύγισμα
Βαροκάρδιστη
Βαροκάρδιστη :κακή ψυχική διάθεση, στεναχώρια
Βατσιναμάτης
Βατσιναμάτης: αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα).
Ανάπλαγο
Ανάπλαγο: ακαλλιέργητος αγρός, η πλαγιά.
Ανεργιάζω
Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι