Ανεργιάζω :καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι
Απανοβαρτάς
Απανοβαρτάς: ρουφιάνος, ανέντιμος.
Απόκειας
Απόκειας : έπειτα, μετά .
Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Δασονόμος
Δασονόμος :ο κατώτερος δασικός υπάλληλος που ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε περιφέρεια του δασαρχείου.