Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Δεντρογαλιά
Δεντρογαλιά: διάφορα μικρά φίδια χωρίς δηλητήριο, που αναρριχώνται στα δέντρα
Δασονομείο
Δασονομείο :η τοπική δασική αρχή που ελέγχει την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας και υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο.
Δεντρώνω
Δεντρώνω: φυτεύω δέντρα, καλύπτω με δέντρα (μια περιοχή).
Καϊπχιώνου
Καϊπχιώνου = κρύβω κάτι ασφαλώς
Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Κρούου
Κρούου (ρημ.) = χτυπώ
Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Κιλάρ’
Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο
Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Κιπιζές
Κιπιζές (ο) = περίγελως