Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Καρούτα
Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
Κουφωτύλι
Κουφωτύλι (το) = ξύλινη τάπα για τόν τίλο (βλέπε τίλος)
Κούρπετο
Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
Κουρμάδα
Κουρμάδα (η) = κακότυχη, καϋμένη
Κατσιούλα
Κατσιούλα (η) = μάλλινο σκουφί
Καϊπχιώνου
Καϊπχιώνου = κρύβω κάτι ασφαλώς
Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Καλίνκα
Καλίνκα (η) = το ρόδι
Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο