Κιπιζές (ο) = περίγελως
Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Κιουσιές
Κιουσιές (ο) = γωνία
Καλιγόνου
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Κουνουστώ
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
Καρκαλιέμαι
Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
Καντίζου
Καντίζου (ρήμα) = βάζω ζάχαρη, ζαχαρώνω
Κουμάσι
Κουμάσι (το) = περιστερώνας
Καρούτα
Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
Κουφωτύλι
Κουφωτύλι (το) = ξύλινη τάπα για τόν τίλο (βλέπε τίλος)
Κούρπετο
Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
Κουρμάδα
Κουρμάδα (η) = κακότυχη, καϋμένη
Γυψοτεχνία
Γυψοτεχνία: παραδοσιακή εργασία με αντικείμενο την επεξεργασία του γύψου.
Δάγκειος
Δάγκειος : μεταδοτική ασθένεια , κύρια συμπτώματα της οποίας είναι ο υψηλός πυρετός και τα εξανθήματα.
Δαδί
Δαδί: το εύφλεκτο κομμάτι από δέντρο που έχει ρητίνη , το οποίο χρησιμεύει κυρίως ως προσάναμμα .
Δαδούχος
Δαδούχος: αυτός που κρατά (φέρει ) δάδα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο