Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Ιχράμ’
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κιπιζές (ο) = περίγελως
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κιουσιές (ο) = γωνία
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καντίζου (ρήμα) = βάζω ζάχαρη, ζαχαρώνω
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουμάσι (το) = περιστερώνας
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κουφωτύλι (το) = ξύλινη τάπα για τόν τίλο (βλέπε τίλος)
29 Απριλίου, 2006Κοζανίτικο γλωσσάριο
Κούρπετο (το) = μεθυσμένος
29 Μαρτίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γυψοκονία: ο γύψος σε κατάσταση σκόνης , που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο μαζί με άλλα δομικά υλικά.
29 Μαρτίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δασόβιος : (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει μέσα στο δάσος.
29 Μαρτίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Γυψοτεχνία: παραδοσιακή εργασία με αντικείμενο την επεξεργασία του γύψου.
29 Μαρτίου, 2006Ελληνικό Λεξικό
Δάγκειος : μεταδοτική ασθένεια , κύρια συμπτώματα της οποίας είναι ο υψηλός πυρετός και τα εξανθήματα.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο