Ζαρίζου = βλέπω λίγο, διακρίνω
Αναδακρυώνω
Αναδακρυώνω : δακρύζω, βουρκώνω
Ζλάπ’
Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Ανάπλα
Ανάπλα : κουβέρτα
Ζουρζουβίλτς΄
Ζουρζουβίλτς΄ (ο) = το αεικίνητο, άτακτο παιδί
Αναστεναμένος
Αναστεναμένος : καημένος, ταλαίπωρος
Ζανάτ’
Ζανάτ’ (το) = επάγγελμα, δουλεία
Ανεμίζω
Ανεμίζω : προαισθάνομαι
Ζιντλάρ’ς
Ζιντλάρ’ς (ο) = κατα βάθος σημαίνει αυτός πού δεν έχει αξιοπρέπεια καί όχι ο κατώτερης κοινωνικής τάξεως άνθρωπος όπως ίσως πλατύτερα εννοείται
Αντίντερο
Αντίντερο : αντίδερο
Ζαβός
Ζαβός (ο) = αλλήθωρος
Απάκι
Απάκι : καπνιστό χοιρινό κρέας
Ζούμπουν
Ζούμπουν = ρίχνω κάτι στον αέρα π.χ. έριξιν τ’ς καραμέλις ζούμπουν στα μ’κρά
Αποδεινιάζομαι
Αποδεινιάζομαι: δέχομαι κάτι με στεναχώρια
Ζάφτ’
Ζάφτ’ (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου ζάφτ΄» μαζεύω τα χρήματα, κάνω διαχείριση
Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα