Ζαΐφ’κος (επιθ.) = αδύναμος, ελαττωματικός
Ζ’γόνου
Ζ’γόνου (ρημ.)= πλησιάζω, φτάνω
Γκλιάγκουρας
Γκλιάγκουρας (ο) = μεγαλόσωμο παιδί από την κατασκευή του, που δεν του επιτρέπει να φαίνεται για παιδί ακόμα και αν είναι
Γκόλιαβους
Γκόλιαβους (επιθ.) = γυμνός, ακάλυπτος
Γριντιά
Γριντιά (η) = δοκός της στέγης. μεταφορικά και για ψηλό στήν κατασκευή άνθρωπο ή ξεροκέφαλο και δύστροπο άνθρωπο
Γκαβός
Γκαβός (ο) = τυφλός
Γκάλτσα
Γκάλτσα (η) = καρακάξα, κάργα
Γιλιός
Γιλιός (ο) = καμπούρα
Γκαρνώτας
Γκαρνώτας (επιθ.) = ψηλολαίμης, άσχημος
Γκούσπα
Γκούσπα (η) = περίττωμα αγελάδας
Γώγος
Γώγος (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Γκιουρντάνι
Γκιουρντάνι (το) = κολιέ
Γωγούλ’τς
Γωγούλ’τς (ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Γκουλιαρίδις
Γκουλιαρίδις (οι) = γάμπες
Γαλίκι
Γαλίκι (το) = μεγάλο καλάθι απο κλαριά, για την μεταφορά συνήθως των σταφυλιών
Δραγκόνουμι
Δραγκόνουμι = πιάνομαι (λουμπάγκο π.χ. μέση, πλευρά)
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο