Γούτος :το αρσενικό περιστέρι.
Γράδο
Γράδο: όργανο μετρήσεως της πυκνότητας υγρού.
Γραιγολεβάντες
Γραιγολεβάντες: ο άνεμος που η φορά του είναι μεταξύ ανατολικής και βορειοανατολικής κατευθύνσεως.
Γραίγος
Γραίγος :ο βορειανατολικός άνεμος.
Γραιγοτραμουντάνα
Γραιγοτραμουντάνα : ο άνεμος μεταξύ βόρειας και βορειανατολικής κατεύθυνσης.
Γραΐδιο(ν)
Γραΐδιο(ν) : η μικρόσωμη ηλικιωμένη γυναίκα , γριούλα.
Γραικύλος
Γραικύλος: ο Έλληνας που είναι ανάξιος της εθνικής του παραδόσεως , ο ξεπεσμένος , παρηκμασμένος Έλληνας , συνήθως δουλοπρεπής προς τους ξένους
Γραμματοκομιστής
Γραμματοκομιστής: ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει την αλληλογραφία στους παραλήπτες
Γραμμιστής
Γραμμιστής : ο σχεδιαστής
Γραμμοσύρτης
Γραμμοσύρτης: ο γραμμογράφος
Αβιζέρνω
Αβιζέρνω :εφιστώ τη προσοχή κάποιου, ειδοποιώ
Αφορδακός
Αβοθρακός ή αφορδακός : Βάτραχος
Αγαστεροπιάνω
Αγαστεροπιάνω :αναπτύσσομαι ομαλά
Αγγελοσκιάζομαι
Αγγελοσκιάζομαι : σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνύματα του θανάτου μου
Αγγουροφαίνεται
Αγγουροφαίνεται : μου κακοφαίνεται
Αγγριγιεύω
Αγγριγιεύω : γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο