Αλουσιά (η) : αλισίβα, σταχτόνερο.
Άλλο λίγο
Άλλο λίγο : παραλίγο.
Αμάχη
Αμάχη : μίσος, κακία.
Αναγγασμένος
Αναγγασμένος : θυμωμένος.
Αναγελώ
Αναγελώ = κοροϊδεύω.
Αναδακρυώνει
Αναδακρυώνει : δακρύζει .
Αναγορίζεις
Αναγορίζεις : διαλαλείς και κατηγορείς, σαν να μην ήθελες να γίνει.
Αναπαημένος
Αναπαημένος : ήσυχος.
Γλωσσολαλία
Γλωσσολαλία : η παραγωγή συνήθως ακατάληπτου λόγου σε κατάσταση έκστασης.
Γνάφαλα
Γνάφαλα: τα κομμάτια από τρίχες η μαλλιά ζώων , που είναι ακατάλληλα για κλώσιμο ή γέμισμα παπλωμάτων , μαξιλαριών , στρωμάτων κλπ.
Γλαύκα
Γλαύκα: η κουκουβάγια
Γνώρα
Γνώρα : η γνωριμία.
Γλαυκός
Γλαυκός: ο αστραφτερά γαλάζιος , αυτός που έχει λαμπερό γαλάζιο χρώμα.
Γολέτα
Γολέτα: πλωτό σκάφος που διαθέτει πρωραίο και κεντρικό ιστό και πρωραία και πρυμναία πανιά σε όλους τους χαμηλότερους ιστούς.
Γλεύκος
Γλεύκος: χυμός που βγαίνει από το πάτημα των σταφυλιών , ο μούστος.
Γόμος
Γόμος: οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γέμισμα . Το κάθε είδους φορτίο για υποζύγια ή πλοία.