Πιτυλώ : πιτσιλίζω.
Πλιά κακά
Πλιά κακά : πολύ χειρότερα.
Πλουμιά
Πλουμιά : στολίδια.
Ποβγάνω
Ποβγάνω : διώχνω .
Πολεμώ
Πολεμώ : προσπαθώ(Πολεμώ να σάξω κάτι = προσπαθώ να φτιάξω κάτι).
Πορδολούκι
Πορδολούκι : το πέρασμα , το μονοπάτι.
Πορίζω
Πορίζω : βγαίνω έξω .
Πουλάδα
Πουλάδα : η νεαρή κότα .
Πούλουδο
Πούλουδο : λουλούδι .
Πούργα
Πούργα : διάρροια .
Γεροκούσαλο
Γεροκούσαλο : άνθρωπος που έχει καταβληθεί από τα γηρατειά και τα έχει χαμένα , ώστε να μη θυμάται και να μην επικοινωνεί ομαλά με το περιβάλλον του.
Γεώσφαιρα
Γεώσφαιρα : η γήινη σφαίρα και κυρίως το στερεό τμήμα της γης , που αποτελείται από ανόργανη ύλη .
Γερομπαμπαλής
Γερομπαμπαλής : γέρος ανόητος και ξεμωραμένος.
Γεροντίαση
Γεροντίαση : η πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών (άσπρισμα μαλλιών , ρυτίδιασμα του δέρματος) , που εμφανίζεται σε νεαρά άτομα.
Γεροντοκορισμός
Γεροντοκορισμός : η ιδιότροπη συμπεριφορά που ταιριάζει σε γεροντοκόρη . Ιδιοτροπία , παραξενιά.
Γεροντόπιασμα
Γεροντόπιασμα : 1.το παιδί του οποίου οι γονείς είναι σε προχωρημένη για τεκνοποίηση ηλικία . 2. Ο άνθρωπος ο δύσθυμος και καχεκτικός .