Αδρέϊνους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Αντηριούμι
Αντηριούμι (ρημ.) = ντρέπομαι, διστάζω
Αγροικώ
Αγροικώ = ξέρω, γνωρίζω, σκαμπάζω
Αντραλίζουμι
Αντραλίζουμι (ρημ.) = ζαλίζομαι
Αλιχτώ
Αλιχτώ (ρημ.) = γαυγίζω, ουρλιάζω
Άναφταν οι πουδές τ΄ς
Άναφταν οι πουδές τ΄ς (εκφρ.) = βιάζονταν
Αρνέκ΄
Αρνέκ΄ (το) = δείγμα, παράδειγμα
Ανταργιάζουμαι
Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι
Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Αυλαγάς
Αυλαγάς (ο) = μεγάλος πλατύς χώρος
Γαριάζω
Γαριάζω : χάνω τη λαμπερή και καθαρή μου όψη , δεν είμαι απόλυτα καθαρός.
Γαρμπής
Γαρμπής : ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας.
Γαρμπίλι
Γαρμπίλι : χαλίκι που χρησιμοποιείται στις οικοδομές.
Γάρος
Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ.
2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι.
3. Το λέκιασμα.
Γασμούλος
Γασμούλος : στην Πελοπόννησο κατά την Φραγκοκρατία έτσι λεγόταν αυτός του οποίου ο ένας γονέας ήταν φραγκικής καταγωγής και ο άλλος ελληνικής.
Γαστέρα
Γαστέρα : η κοιλιακή χώρα .