Γαρμπίλι : χαλίκι που χρησιμοποιείται στις οικοδομές.
Γάρος
Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ.
2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι.
3. Το λέκιασμα.
Γασμούλος
Γασμούλος : στην Πελοπόννησο κατά την Φραγκοκρατία έτσι λεγόταν αυτός του οποίου ο ένας γονέας ήταν φραγκικής καταγωγής και ο άλλος ελληνικής.
Γαστέρα
Γαστέρα : η κοιλιακή χώρα .
Γαστραλγία
Γαστραλγία : ο πόνος στην κοιλιακή χώρα.
Γδούπος
Γδούπος : ο απότομος , υπόκωφος θόρυβος.
Γαλέτα
Γαλέτα : κομμάτι ή φέτα ψωμιού που έχει ξαναψηθεί , που δίνεται ως ξηρά τροφή σε στρατιώτες και ναυτικούς .
Γέλη
Γέλη : το τζελ.
Γαλή
Γαλή : η γάτα.
Γεμιστής
Γεμιστής : παλιός και έμπειρος ναυτικός . Επίσης ειρωνικά είναι αυτός που δεν έχει σχέση με τη θάλασσα και προσποιείται τον πολύξερο.
Γαλιάντρα
Γαλιάντρα : ο Κορυδαλλός. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά ως χαρακτηρισμός προσώπου που μιλάει ακατάπαυστα.
Γεμολόγος
Γεμολόγος : ο ειδικός που πιστοποιεί τη γνησιότητα πολύτιμων λίθων .
Γαλίφης
Γαλίφης : αυτός που κολακεύει τους άλλους για να πετύχει τους σκοπούς του
Γερακάρης
Γερακάρης : ο εκγυμναστής γερακιών για το κυνήγι.
Γαβιάλης
Γαβιάλης : κροκόδειλος που απαντά στην Ινδία και τη ΝΑ. Ασία.
Γαβριάς
Γαβριάς : έξυπνος και ζωηρός αλητάκος.
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο