Γαιόσακος : σάκος γεμισμένος χώμα και ειδικότερα άμμο , που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πρόχειρων οχυρωμάτων , κυρίως σε πολεμικές επιχειρήσεις.
Γαιότοιχος
Γαιότοιχος : ειδικής κατασκευής τοίχος από συμπιεσμένη σε καλούπια αργιλώδη λάσπη , χρησιμοποιούμενος κυρίως σε προσωρινές οχυρωματικές εγκαταστάσεις.
Οργητα
Όργητα : ο θυμός
Όρδινα
Όρδινα : τα εφόδια
Όφκαιρο
Όφκαιρο : άδειο
Παγουδιάνω
Παγουδιάνω : ανακουφίζω
Παντίντει
Παντίντει ή παντίδει : βολεύει
Παντονιάρω
Παντονιάρω : εγκαταλείπω
Παντώ
Παντώ : εμποδίζω
Παραγωνιάς
Παραγωνιάς : στη γωνία ανάμεσα
Παραστέκομαι
Παραστέκομαι : συμπαραστέκομαι
Πεισματικό
Πεισματικό : το πείσμα
Περίσσα
Περίσσα : πάρα πολύ .
Πεσκέσι
Πεσκέσι : το δώρο
Πιδεξιοσύνη
Πιδεξιοσύνη : επιδεξιότητα
Oγρασά
Oγρασά : η υγρασία