Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Λεξικό – Γλωσσάρια (Σελίδα 8)

Λεξικό – Γλωσσάρια

Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.

Εκθηλύνω

Εκθηλύνω : προσδίδω (σε κάποιον) χαρακτηριστικά (εμφάνισης ή συμπεριφοράς) που
θεωρούνται γυναικεία, κάνω (κάποιον) θηλυπρεπή.

Εκκοκκίζω

Εκκοκκίζω : ξεχωρίζω το σπέρμα (φυτού) από τις ύλες που το περιβάλλουν (μαζεύω
τους σπόρους).

Εκκόλπωμα

Εκκόλπωμα : κάθε μη φυσιολογική κοιλότητα που μοιάζει με σάκο και η οποία
επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο.

Έκκρουση

Έκκρουση : η αποβολή (σίγηση) φωνήεντος κατά τη συνάντηση δύο φωνηέντων μέσα στη
φράση, στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης, όπου το ισχυρό φωνήεν
αποβάλλει ασθενές ή ασθενέστερο φωνήεν.

Εκκύκλημα

Εκκύκλημα : σκηνικό  μηχάνημα, ξύλινο τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο
παρουσιάζονταν στη σκηνή τα αποτελέσματα ορισμένων πράξεων, που θεωρείτο ασεβές
να διαδραματισθούν ενώπιον των θεατών.

Εκλαμψία

Εκλαμψία : η παθολογική διατάραξη της εγκυμοσύνης των γυναικών, που εκδηλώνεται
με σπασμούς και κώμα.

Έκδοτος

Έκδοτος : αυτός που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στις απολαύσεις, στην
ικανοποίηση των αισθήσεων ή των παθών του.

Έκλυτος

Έκλυτος : αυτός που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες και δεν χαλιναγωγεί τα πάθη
του, ο ανήθικος.

Εκμαγείο

Εκμαγείο : το κοίλο αποτύπωμα, μέσα στο οποίο στερεοποιείται και μορφοποιείται
παχύρρευστο υλικό.

Έκδοχο

Έκδοχο : κάθε φαρμακολογικά αδρανής ουσία, που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με
φάρμακο για επίτευξη επιθυμητού όγκου, πυκνότητας, σύστασης.