Βιόλα: Το καθένα από διάφορα καλλωπιστικά φυτά όπως είναι η βιολέτα . Επίσης και έγχορδο όργανο της οικογένειας των βιολιών
Βιόλα
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιόλα: Το καθένα από διάφορα καλλωπιστικά φυτά όπως είναι η βιολέτα . Επίσης και έγχορδο όργανο της οικογένειας των βιολιών
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιοτή: Η ζωή, ο βίος και οι ανάγκες του βίου
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιοτίνη : Βιταμίνη που βρίσκεται στα δημητριακά που δεν έχουν αποφλοιωθεί , στο συκώτι, τα αβγά και το γάλα και συμβάλλει στην παραγωγή και τη διάσπαση λιπών και υδατανθράκων .
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιότυπος : Η ομάδα ατόμων που αποτελούν υποσύνολο ενός είδους, έχουν την ίδια ή παραπλήσια γενετική σύσταση και διαφέρουν από τις άλλες ομάδες του ίδιου είδους ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιουλικό: Το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τεχνητών μελών του σώματος και χρησιμοποιείται για τεχνητές εμφυτεύσεις .
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιοφωσφορισμός : Η εκπομπή φωτός από ζωντανούς οργανισμούς .
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βίρα : Τράβα , σήκωσε (πχ τις άγκυρες)
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βισκόζ : Ύφασμα που περιέχει βισκόζη . Βισκόζη είναι το υλικό που προέρχεται από την κατεργασία της κυτταρίνης και το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή , ινών υφασμάτων , σωλήνων κ.λπ.
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιζαβί : Αντίκρυ, απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο.
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιρτουόζος: Πρόσωπο που κατέχει άριστα την τέχνη συγκεκριμένου μουσικού οργάνου ή τραγουδιού επίσης λέγεται και το πρόσωπο που διαθέτει ξεχωριστές δεξιότητες σε ορισμένο τομέα (δεξιοτέχνης)
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βικάριος : Ο αναπληρωτής τοποτηρητής επισκόπου στην καθολική εκκλησία
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βισμούθιο : Εύθραυστο αργυρόλευκό μέταλλο με ρόδινες αποχρώσεις που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ενώσεων ποικίλων χρήσεων
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βικτωριανός: Το πρόσωπο που σχετίζεται με την περίοδο βασιλείας της βασίλισσας Βικτώριας στην Αγγλία . Ονομάζεται έτσι και ο πουριτανός , σεμνότυφος , αυτός που χαρακτηρίζεται από αυστηρή εξωτερική ηθική
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βίτσα: Λεπτό και ευλύγιστο ραβδί από δέντρο ή θάμνο , συνήθως λείο και καθαρισμένο , επίσης το μαστίγιο που είναι φτιαγμένο από κοντό ξύλινο ραβδί και σχοινί (καμτσίκι)
14 Ιανουαρίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βιλαέτι : Στην Τουρκοκρατία ήταν η μεγάλη διοικητική περιφέρεια
14 Ιανουαρίου, 2005Γενικά περί Υγείας, Ελληνικό Λεξικό
Βλαισοποδία : Δυσμορφία των ποδιών κατά την οποία τα γόνατα προσεγγίζουν το ένα το άλλο ενώ οι αστράγαλοι αποκλίνουν μεταξύ τους
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο