Βαγένι : το βαρέλι .
ΒΑΓΙΑ
Βάγια (η) : η γυναίκα που φροντίζει και μεγαλώνει τα παιδιά , η νταντά , η παραμάννα . Γενικότερα , η υπηρέτρια .
ΒΑΘΜΟΝΟΜΩ
Βαθμονομώ : διαιρώ κατά βαθμούς την κλίμακα (οργάνου μετρήσεως ).
ΒΑΘΥΝΟΥΣ
Βαθύνους : αυτός που σκέπτεται εις βάθος , με τρόπο διεισδυτικό και στοχαστικό.
ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Βαθύσκιος : αυτός που έχει πυκνή , παχιά σκιά.
ΒΑΚΕΤΑ
Βακέτα : το κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού .
ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ
Βακτριανή : η ασιατική καμήλα , βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι φέρει δύο ύβους ( καμπούρες ) .
ΒΑΛΛΑΝΤΙΟ
Βαλλάντιο : το σακούλι που γεμίζουμε με χρήματα . Μεταφορικά , οι οικονομικές δυνατότητες .
ΑΨΙΜΥΘΙΩΤΟΣ
Αψιμυθίωτος: αυτός που δεν έχει περιττά στολίδια .
ΒΑΛΛΙΣΜΟΣ
Βαλλισμός : η ασθένεια κατά την εκδήλωση της οποίας ο ασθενής κάνει ακούσιες σπασμωδικές κινήσεις .
ΑΨΙΧΟΛΟΣ
Αψίχολος: ο αψίθυμος.
ΒΑΡΑΘΡΟ
Βάραθρο : το βαθύ και απόκρημνο χάσμα της γης .
ΑΨΥΣ
Αψύς : αυτός που είναι τσουχτερός στη γεύση . Αυτός που οργίζεται πολύ εύκολα .
ΒΑΡΑΘΡΩΝΩ
Βαραθρώνω : σπρώχνω ( κάποιον ) ώστε να πέσει σε βάραθρο . Μεταφορικά , καταστρέφω.
ΑΩΡΟΣ
Αωρος : αυτός που γίνεται πριν από τον καθορισμένο χρόνο . Για τους καρπούς , αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμα .
ΒΑΡΒΑΡΙΣΤΙ
Βαρβαριστί : (επίρρημα) σε ξένη γλώσσα : του απάντησε βαρβαριστί . Με τρόπο που παραβιάζει τους γραμματικούς κανόνες ή την αισθητική της γλώσσας .