Βαθμονομώ : διαιρώ κατά βαθμούς την κλίμακα (οργάνου μετρήσεως ).
ΒΑΘΥΝΟΥΣ
Βαθύνους : αυτός που σκέπτεται εις βάθος , με τρόπο διεισδυτικό και στοχαστικό.
ΒΑΘΥΣΚΙΟΣ
Βαθύσκιος : αυτός που έχει πυκνή , παχιά σκιά.
ΣΤΡΑΤΑ
Στράτα: δρόμος .
ΣΥΜΠΑΙΝΩ
Συμπαίνω : φροντίζω τη φωτιά για να ανάψει περισσότερο .
ΣΥΨΩΜΑ
Σύψωμα:συμφωνία του εργάτη με τον εργοδότη ότι θα φροντίζει μόνος του
για το μεσημεριανό του .
ΤΑΪΣΤΙΚΑ
Ταϊστικά: συμφωνία του εργοδότη με τον εργάτη ότι θα του παρέχει το
μεσημεριανό .
ΤΑΞΕ ΠΩΣ
Τάξε πώς: σα να, λες και .
ΤΑΧΙΑ
Ταχιά : αργότερα .
ΤΖΙΦΤΕΣ
Τζιφτές : δίκαννο .
ΠΡΙΧΟΥ
Πρίχου : προτού .
ΠΟΥΡΙ
Πούρι : λοιπόν, ασφαλώς (πολυσήμαντο μόριο με βεβαιωτική σημασία) .
ΠΥΡΟΒΟΛΟΣ
Πυρόβολος : είδος παλιού αναπτήρα .
ΡΑΠΗ
Ράπη : το κοτσάνι του σταχυού .
ΡΟΥΣΣΑ
Ρούσσα : κόκκινη (κοκκινομάλλα) .
ΣΑΜΕ
Σάμε : μέχρι .