Ράπη : το κοτσάνι του σταχυού .
ΡΑΠΗ
6 Αυγούστου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Κατηγορίες με καταχωρήσεις που σας παρέχουν ένα πλούσιο υλικό από λεξικά όλων των ειδών και γλωσσάρια.Eλληνικό λεξικό, Kρητικό γλωσσάρι, το λεξικό της υγείας και Kοζανίτικο γλωσσάρι είναι μερικά από αυτά που εμπεριέχονται στην κατηγορία.Ένας θησαυρός λεξιλογίου και φράσεων.
6 Αυγούστου, 2004Κρητικό Γλωσσάριο
Ράπη : το κοτσάνι του σταχυού .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψάδα : η καυστική , τσουχτερή γεύση .Η εκδήλωση της έξαψης , η κατάσταση του ευέξαπτου .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψέντι : οινοπνευματώδες ποτό , το οποίο παρασκευάζεται με απόσταξη από τα φύλλα ποώδους και αρωματικού φυτού , της αψίνθου και άλλων αρωματικών συστατικών , έχει κιτρινοπράσινο χρώμα , ξηρή και κάπως πικρή γεύση και σερβίρεται κυρίως αραιωμένο με νερό και πάγο .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψευδής : αυτός που δεν εμπεριέχει ψεύδος , που δεν μπορεί να διαψευσθεί .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχνάδα : η θαμπότητα , το να φαίνεται κάτι θολά , αμυδρά .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχός : ο ήχος , ο θόρυβος .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αψιλιά ή αψιλία : η έλλειψη χρημάτων , το να είναι κανείς αδέκαρος .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχραντος : αυτός που δεν έχει υποστεί ηθική μόλυνση .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρειολογώ : χρησιμοποιώ χυδαία γλώσσα .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρείος : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κακία . Αυτός που δεν ενεργεί σύμφωνα με την ηθική .
27 Ιουλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αχρειόστομος : αυτός που χρησιμοποιεί χυδαίο λεξιλόγιο .