Σελλάτο: το βόδι που η ράχη του κυρτώνει προς τα κάτω, σχηματίζοντας
θέση για το ζυγό (που σέρνει το άροτρο).
ΑΧΝΑΔΑ
Αχνάδα : η θαμπότητα , το να φαίνεται κάτι θολά , αμυδρά .
ΑΨΗ Ή ΑΨΑ
Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
ΑΧΝΟΚΕΡΙ
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
ΑΨΙΘΥΜΟΣ
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
ΑΧΟΛΟΓΩ
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
ΑΨΙΚΟΡΟΣ
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
ΑΧΟΣ
Αχός : ο ήχος , ο θόρυβος .
ΑΨΙΛΙΑ
Αψιλιά ή αψιλία : η έλλειψη χρημάτων , το να είναι κανείς αδέκαρος .
ΑΧΡΑΝΤΟΣ
Αχραντος : αυτός που δεν έχει υποστεί ηθική μόλυνση .
ΑΧΡΕΙΟΛΟΓΩ
Αχρειολογώ : χρησιμοποιώ χυδαία γλώσσα .
ΑΧΡΕΙΟΣ
Αχρείος : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλη κακία . Αυτός που δεν ενεργεί σύμφωνα με την ηθική .
ΑΧΡΕΙΟΣΤΟΜΟΣ
Αχρειόστομος : αυτός που χρησιμοποιεί χυδαίο λεξιλόγιο .
ΑΧΡΗΣΙΑ
Αχρησία : το μα μη χρησιμοποιείται κάτι .
ΑΧΡΙ ΤΟΥΔΕ
Αχρι τούδε : μέχρι τώρα , μέχρι στιγμής .
ΑΧΡΟΝΟΣ
Αχρονος : αυτός που δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς , αλλά εκτείνεται στην αιωνιότητα .
asxetos.gr 15 χρόνια χρηστικό περιεχόμενο