Μενού
Αρχική / Εγκυκλοπαίδεια / Παράδοση / Λαική Σοφία / Αποσβολώθηκα, Έμεινα αποσβολωμένος – Μουντζώνω

Αποσβολώθηκα, Έμεινα αποσβολωμένος – Μουντζώνω

– Στο Βυζάντιο, κατά την διαπόμπευση, για να προκαλέσουν γέλια στους θεατές, άλειφαν το πρόσωπο του τιμωρημένου με «ασβόλη», ένα είδος καπνιάς (φούμο). Δηλαδή, ντράπηκε τόσο πολύ ο άνθρωπος που θα τον διαπόμπευαν, όταν του άλειψαν το πρόσωπο με ασβόλη, ώστε «αποσβολώθηκε, έμεινε αποσβολωμένος». Τ Την ασβόλη τότε την έλεγαν μούντζα (= μουντό χρώμα).
– Απ’ εδώ έχουμε την αρχή του ρήματος μουντζώνω ή μουντζουρώνω, καθώς και οι φράσεις: «έφυγε μουντζουρωμένος», δηλαδή ντροπιασμένος, «κοίταξε να μην με μουντζουρώσεις», να μη με προσβάλεις, «έννοια σου κι εγώ σε βάφω», δηλαδή θα σε τιμωρήσω.
– Και επειδή την ασβολή, την αιθαλή, την άλειβαν στο πρόσωπο του «περιαγόμενου» παίρνοντας την με την παλάμη του χεριού και κατόπιν άνοιγαν τα δάχτυλα τους, γι’ αυτό και το υβριστικό σχήμα του ανοίγματος της παλάμης πήρε το όνομα μούντζα και το ρήμα μουντζώνω, που συνώνυμο του είναι το ρήμα φασκελώνω ή σφακελώνω.


Αφήστε μια απάντηση