Μενού

Κατατρεγμένος

Κατατρέχω σημαίνει ‘διάκειμαι εχθρικά απέναντι σε κάποιον, προσπαθώ να του κάνω κακό’. Από το κατατρέχω προέρχεται και ο κατατρεγμός και το κατατρεγμένος με την σημασία του ‘άτυχου’, του ‘κυνηγημένου’


Αφήστε μια απάντηση