Μενού

Μουλόσπορος

Μια κοινή έκφραση, που δηλώνει εκείνον που γεννήθηκε από “μούλικο σπόρο”, δηλαδή τον νόθο, τον έκθετο. Ο μούλος και το μούλικο σε πολλά μέρη λέγεται και μουλιακό και μουλιάτικο. Η λέξη αποτελεί δεύτερο συνθετικό της προσωνυμίας εκείνων, που γεννήθηκαν από Λατίνους και Ελληνίδες και τους είπαν Γασμούλους. Και αυτή η λέξη προέρχεται από το λατινικό mulus ή mula (ημιόνος), από δω και η μούλα, το μουλάρι. Και η ελληνική παροιμία “αν ήμουν γυναίκα, είχα εκατό μούλικα καωμένα”.


Αφήστε μια απάντηση