Μενού

Σιγά τον πολυέλαιο

Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με
φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα
Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον
καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με
τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι
στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων
εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων
ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της
ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο
με τους ελληνικούς χωρούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι. Κι εδώ
ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές,
στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους.
Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και
το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλα τις αίθουσες των ανακτόρων
τιε φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσμο λοιπόν αυτό σημείο
ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς
τον χορευτή “σιγά τον πολυέλαιον”.


Αφήστε μια απάντηση